Συνήθως αναφερόμαστε στον «παραγωγικό βήχα» και στον «ξηρό βήχα» σαν να είναι διαφορετικά πράγματα, αλλά, στο κοινό κρυολόγημα, είναι στην πραγματικότητα οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος, που είναι η μάχη του οργανισμού ενάντια στην ιογενή λοίμωξη1,2.
Συνήθως χρησιμοποιούμε τον όρο παραγωγικός βήχας ή υγρός βήχας για να αναφερθούμε στον βήχα που παράγει βλέννα ή φλέμα2,3. Λέμε ότι ο βήχας είναι ξηρός, ερεθιστικός ή μη παραγωγικός όταν δεν παράγει βλέννα ή φλέμα3. Το γεγονός είναι ότι, καθώς το κοινό κρυολόγημα κάνει τον κύκλο του, μπορεί να περάσουμε από διαφορετικά στάδια του βήχα και μπορεί να εμφανίσουμε και τα δύο «είδη» βήχα σε διαφορετικές χρονικές στιγμές1.
Για παράδειγμα, στην αρχή της λοίμωξης, μπορεί να έχουμε ξηρό, ερεθιστικό βήχα που μας κρατά ξύπνιους τη νύχτα1. Αυτός οφείλεται στη φλεγμονή των ανώτερων αεραγωγών1.
Με την πάροδο του χρόνου το κρυολόγημα εξελίσσεται και η φλεγμονή μεταφέρεται προς τα κάτω, στους κατώτερους αεραγωγούς1. Σε αυτό το σημείο, ο οργανισμός μας προσπαθεί να καταπολεμήσει τη λοίμωξη αυξάνοντας την παραγωγή βλέννας σε μια προσπάθεια να προστατευτεί από τον ιό1. Παγιδεύοντας τα ιικά σωματίδια στο κολλώδες υλικό της, η βλέννα βοηθά στην απομάκρυνσή τους — και ο καλύτερος τρόπος για να επιτευχθεί αυτό είναι με τον βήχα που αρχίζουμε να έχουμε, τον λεγόμενο παραγωγικό βήχα1.
Αυτή η βλέννα μπορεί να είναι πολύ ενοχλητική και εδώ είναι που μπορεί να φανούν χρήσιμα τα φάρμακα για τον βήχα.
Επισημαίνεται ότι ο παραγωγικός βήχας στο πλαίσιο του κοινού κρυολογήματος συνήθως δεν διαρκεί τόσο όσο ο παραγωγικός βήχας που αποτελεί σύμπτωμα μιας πιο βαριάς ασθένειας, όπως η χρόνια βρογχίτιδα ή οι βρογχεκτασίες. Σε αυτές τις παθήσεις πιθανότατα υπάρχει επίσης μεγαλύτερη υπερπαραγωγή βλέννας σε σύγκριση με τον παραγωγικό βήχα που είναι σύμπτωμα του κοινού κρυολογήματος.